ἀντικατηγορῶ

ἀντικατηγορῶ
ἀντικατηγορέω
accuse in turn
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
ἀντικατηγορέω
accuse in turn
pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic)
ἀντικατηγορέω
accuse in turn
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
ἀντικατηγορέω
accuse in turn
pres ind act 1st sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αντικατηγορώ — (Α ἀντικατηγορῶ, έω) κατηγορώ αυτόν που με κατηγορεί αρχ. ( οῡμαι) (Λογ.) (για όρους μιας πρότασης) αντιστρέφομαι, μπορώ να χρησιμοποιηθώ εναλλάξ στη θέση του υποκειμένου και του κατηγορουμένου της πρότασης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”